- κροκηρός
- κροκηρός, -ά, -όν (Α)ο παρασκευασμένος από το φυτό κρόκος («κροκηρὸν φάρμακον», Γαλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -ηρός (πρβλ. οιν-ηρός, οκν-ηρός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κροκηρά — κροκηρός made with saffron neut nom/voc/acc pl κροκηρά̱ , κροκηρός made with saffron fem nom/voc/acc dual κροκηρά̱ , κροκηρός made with saffron fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηρόν — κροκηρός made with saffron masc acc sg κροκηρός made with saffron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηροῦ — κροκηρός made with saffron masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκηρῷ — κροκηρός made with saffron masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… … Dictionary of Greek